agravamiento - ορισμός. Τι είναι το agravamiento
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι agravamiento - ορισμός


agravamiento      
sust. masc.
Acción y efecto de agravar o agravarse.
agravamiento      
agravamiento m. Acción de agravar[se].
agravamiento      
Sinónimos
sustantivo
Antónimos
sustantivo
alivio: alivio, refuerzo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για agravamiento
1. En la oposición, el presidente de CiU, Artur Mas, apuntó el posible agravamiento de este asunto.
2. Endurecimiento de las penas Desde el PP se apuesta, sin embargo, por la modificación de la ley y el agravamiento de las penas para los delitos sexuales.
3. La ausencia de Madrazo presuntamente se debe al agravamiento del estado de salud de la esposa del líder priísta, Isabel de la Parra.
4. El agravamiento de ese desequilibrio obedece en buena parte al auge de las importaciones, que avanzaron un 12% el año pasado.
5. Esta vez habrá en la declaración final una referencia a la ley estadounidense Helms–Burton, pidiendo que se levante el agravamiento del embargo estadounidense a Cuba.
Τι είναι agravamiento - ορισμός